Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιλιγνάριος
σιλίγνιον
σίλιγνις
σιλιγνίτης
σιλιγνοπώλιον
σιλλαίνω
σιλλικύπριον
σιλλογραφέω
σιλλογραφία
σιλλογράφος
σίλλος
σίλλυβον
σίλλυβος
σιλόδουροι
σιλουρισμός
σίλουρος
σίλφη
σιλφιόεις
σίλφιον
σιλφιοπώλης
σιλφιοφόρος
View word page
σίλλος
squint-eyed; satirical poem
ShortDef
squint-eyed; satirical poem
Debugging
Headword:
σίλλος
Headword (normalized):
σίλλος
Headword (normalized/stripped):
σιλλος
IDX:
79690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79691
Key:
Data
{'content': 'squint-eyed; satirical poem'}