Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιληπορδέω
σιλιγνάριος
σιλίγνιον
σίλιγνις
σιλιγνίτης
σιλιγνοπώλιον
σιλλαίνω
σιλλικύπριον
σιλλογραφέω
σιλλογραφία
σιλλογράφος
σίλλος
σίλλυβον
σίλλυβος
σιλόδουροι
σιλουρισμός
σίλουρος
σίλφη
σιλφιόεις
σίλφιον
σιλφιοπώλης
View word page
σιλλογράφος
writer of σίλλοι, satirical poems or lampoon in hexam. verse
ShortDef
writer of σίλλοι, satirical poems or lampoon in hexam. verse
Debugging
Headword:
σιλλογράφος
Headword (normalized):
σιλλογράφος
Headword (normalized/stripped):
σιλλογραφος
IDX:
79689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79690
Key:
Data
{'content': 'writer of σίλλοι, satirical poems or lampoon in hexam. verse'}