Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
View word page
ἀνοιμώζω
to wail aloud

ShortDef

to wail aloud

Debugging

Headword:
ἀνοιμώζω
Headword (normalized):
ἀνοιμώζω
Headword (normalized/stripped):
ανοιμωζω
IDX:
7968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7969
Key:

Data

{'content': 'to wail aloud'}