Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιληνώδης
σιληπορδέω
σιλιγνάριος
σιλίγνιον
σίλιγνις
σιλιγνίτης
σιλιγνοπώλιον
σιλλαίνω
σιλλικύπριον
σιλλογραφέω
σιλλογραφία
σιλλογράφος
σίλλος
σίλλυβον
σίλλυβος
σιλόδουροι
σιλουρισμός
σίλουρος
σίλφη
σιλφιόεις
σίλφιον
View word page
σιλλογραφία
writing of σίλλοι, satirical poems or lampoon in hexam. verse

ShortDef

writing of σίλλοι, satirical poems or lampoon in hexam. verse

Debugging

Headword:
σιλλογραφία
Headword (normalized):
σιλλογραφία
Headword (normalized/stripped):
σιλλογραφια
IDX:
79688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79689
Key:

Data

{'content': 'writing of σίλλοι, satirical poems or lampoon in hexam. verse'}