Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σιλεντιάριος
Σιληνικός
Σιληνός
σιληνώδης
σιληπορδέω
σιλιγνάριος
σιλίγνιον
σίλιγνις
σιλιγνίτης
σιλιγνοπώλιον
σιλλαίνω
σιλλικύπριον
σιλλογραφέω
σιλλογραφία
σιλλογράφος
σίλλος
σίλλυβον
σίλλυβος
σιλόδουροι
σιλουρισμός
σίλουρος
View word page
σιλλαίνω
to insult, mock, jeer, banter
ShortDef
to insult, mock, jeer, banter
Debugging
Headword:
σιλλαίνω
Headword (normalized):
σιλλαίνω
Headword (normalized/stripped):
σιλλαινω
IDX:
79685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79686
Key:
Data
{'content': 'to insult, mock, jeer, banter'}