Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σικυώνη
Σικυώνια
Σικυώνιος
σικυώνιος
Σικυωνιουργής
Σικυωνόθε
Σικύωνος
σικχάζομαι
σικχαίνω
σικχαντός
σικχασία
σικχός
Σίλα
σίλβαι
Σίλβας
Σιλεντιάριος
Σιληνικός
Σιληνός
σιληνώδης
σιληπορδέω
σιλιγνάριος
View word page
σικχασία
loathing

ShortDef

loathing

Debugging

Headword:
σικχασία
Headword (normalized):
σικχασία
Headword (normalized/stripped):
σικχασια
IDX:
79670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79671
Key:

Data

{'content': 'loathing'}