Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σικυών
σικυώνη
Σικυώνια
Σικυώνιος
σικυώνιος
Σικυωνιουργής
Σικυωνόθε
Σικύωνος
σικχάζομαι
σικχαίνω
σικχαντός
σικχασία
σικχός
Σίλα
σίλβαι
Σίλβας
Σιλεντιάριος
Σιληνικός
Σιληνός
σιληνώδης
σιληπορδέω
View word page
σικχαντός
disgusting, loathsome

ShortDef

disgusting, loathsome

Debugging

Headword:
σικχαντός
Headword (normalized):
σικχαντός
Headword (normalized/stripped):
σικχαντος
IDX:
79669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79670
Key:

Data

{'content': 'disgusting, loathsome'}