Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
View word page
ἀνοικτός
opened
ShortDef
opened
Debugging
Headword:
ἀνοικτός
Headword (normalized):
ἀνοικτός
Headword (normalized/stripped):
ανοικτος
IDX:
7966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7967
Key:
Data
{'content': 'opened'}