Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σικυαστήριον
σικυηδόν
σικυήλατον
σίκυος
σικυώδης
σικυών
Σικυών
σικυώνη
Σικυώνια
Σικυώνιος
σικυώνιος
Σικυωνιουργής
Σικυωνόθε
Σικύωνος
σικχάζομαι
σικχαίνω
σικχαντός
σικχασία
σικχός
Σίλα
σίλβαι
View word page
σικυώνιος
Sicyonian (olive oil), oil of σίκυς (cucumber). see σικυών

ShortDef

of Sicyon
Sicyonian (olive oil), oil of σίκυς (cucumber). see σικυών

Debugging

Headword:
σικυώνιος
Headword (normalized):
σικυώνιος
Headword (normalized/stripped):
σικυωνιος
IDX:
79663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79664
Key:

Data

{'content': 'Sicyonian (olive oil), oil of σίκυς (cucumber). see σικυών'}