Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
View word page
ἀνοίκτιστος
unpitied, unmourned

ShortDef

unpitied, unmourned

Debugging

Headword:
ἀνοίκτιστος
Headword (normalized):
ἀνοίκτιστος
Headword (normalized/stripped):
ανοικτιστος
IDX:
7965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7966
Key:

Data

{'content': 'unpitied, unmourned'}