Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
View word page
ἀνοικτίρμων
pitiless, merciless

ShortDef

pitiless, merciless

Debugging

Headword:
ἀνοικτίρμων
Headword (normalized):
ἀνοικτίρμων
Headword (normalized/stripped):
ανοικτιρμων
IDX:
7964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7965
Key:

Data

{'content': 'pitiless, merciless'}