Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σικάριος
Σικελία
Σικελίδης
Σικελίζω
Σικελικός
Σικελιώτης
Σίκελλα
Σικελός
σίκερα
σικερίτης
σίκη
Σίκιμα
σίκιννις
σικιννιστής
σικιννοτύρβη
σικύα
σικυάζω
σικυαστέον
σικυαστήριον
σικυηδόν
σικυήλατον
View word page
σίκη
Lat. sica, a curved dagger

ShortDef

Lat. sica, a curved dagger

Debugging

Headword:
σίκη
Headword (normalized):
σίκη
Headword (normalized/stripped):
σικη
IDX:
79645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79646
Key:

Data

{'content': 'Lat. sica, a curved dagger'}