Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
View word page
ἀνοικτικός
fit for opening

ShortDef

fit for opening

Debugging

Headword:
ἀνοικτικός
Headword (normalized):
ἀνοικτικός
Headword (normalized/stripped):
ανοικτικος
IDX:
7963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7964
Key:

Data

{'content': 'fit for opening'}