Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
View word page
ἀνοίκτης
one who opens
ShortDef
one who opens
Debugging
Headword:
ἀνοίκτης
Headword (normalized):
ἀνοίκτης
Headword (normalized/stripped):
ανοικτης
IDX:
7962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7963
Key:
Data
{'content': 'one who opens'}