Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
View word page
ἀνοικτέος
one must open

ShortDef

one must open

Debugging

Headword:
ἀνοικτέος
Headword (normalized):
ἀνοικτέος
Headword (normalized/stripped):
ανοικτεος
IDX:
7961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7962
Key:

Data

{'content': 'one must open'}