Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηροφυής
σιδηροχαλκεύς
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηροχίτων
σιδηρόψυχος
σιδηρόω
σιδηρώδης
σιδήρωμα
σιδηρωρυχεῖον
σιδήρωσις
σιδηρωτός
σιδιοειδής
σίδιον
View word page
σιδηροχάρμης
fighting
ShortDef
fighting
Debugging
Headword:
σιδηροχάρμης
Headword (normalized):
σιδηροχάρμης
Headword (normalized/stripped):
σιδηροχαρμης
IDX:
79611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79612
Key:
Data
{'content': 'fighting'}