Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηροφυής
σιδηροχαλκεύς
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηροχίτων
σιδηρόψυχος
σιδηρόω
σιδηρώδης
σιδήρωμα
σιδηρωρυχεῖον
σιδήρωσις
σιδηρωτός
View word page
σιδηροχαλκεύς
smith

ShortDef

smith

Debugging

Headword:
σιδηροχαλκεύς
Headword (normalized):
σιδηροχαλκεύς
Headword (normalized/stripped):
σιδηροχαλκευς
IDX:
79609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79610
Key:

Data

{'content': 'smith'}