Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηροφυής
σιδηροχαλκεύς
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηροχίτων
σιδηρόψυχος
σιδηρόω
σιδηρώδης
View word page
σιδηροφορέω
to bear iron, wear arms, go armed

ShortDef

to bear iron, wear arms, go armed

Debugging

Headword:
σιδηροφορέω
Headword (normalized):
σιδηροφορέω
Headword (normalized/stripped):
σιδηροφορεω
IDX:
79605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79606
Key:

Data

{'content': 'to bear iron, wear arms, go armed'}