Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηροφυής
σιδηροχαλκεύς
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηροχίτων
σιδηρόψυχος
View word page
σιδηρουργός
iron-worker, smith

ShortDef

iron-worker, smith

Debugging

Headword:
σιδηρουργός
Headword (normalized):
σιδηρουργός
Headword (normalized/stripped):
σιδηρουργος
IDX:
79603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79604
Key:

Data

{'content': 'iron-worker, smith'}