Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηροφυής
σιδηροχαλκεύς
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηροχίτων
View word page
σιδηρουργία
working in iron

ShortDef

working in iron

Debugging

Headword:
σιδηρουργία
Headword (normalized):
σιδηρουργία
Headword (normalized/stripped):
σιδηρουργια
IDX:
79602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79603
Key:

Data

{'content': 'working in iron'}