Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
View word page
ἄνοικος
houseless, homeless
ShortDef
houseless, homeless
Debugging
Headword:
ἄνοικος
Headword (normalized):
ἄνοικος
Headword (normalized/stripped):
ανοικος
IDX:
7959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7960
Key:
Data
{'content': 'houseless, homeless'}