Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
View word page
σιδηροτομέω
to cut with iron

ShortDef

to cut with iron

Debugging

Headword:
σιδηροτομέω
Headword (normalized):
σιδηροτομέω
Headword (normalized/stripped):
σιδηροτομεω
IDX:
79597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79598
Key:

Data

{'content': 'to cut with iron'}