Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιδηρόπληκτος
σιδηρόπλοκος
σιδηροπλύτης
σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροφάγος
View word page
σιδηροτέκτων
a worker in iron

ShortDef

a worker in iron

Debugging

Headword:
σιδηροτέκτων
Headword (normalized):
σιδηροτέκτων
Headword (normalized/stripped):
σιδηροτεκτων
IDX:
79594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79595
Key:

Data

{'content': 'a worker in iron'}