Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιδηροπέδη
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπλοκος
σιδηροπλύτης
σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
View word page
σιδηρόσπαρτος
sown
ShortDef
sown
Debugging
Headword:
σιδηρόσπαρτος
Headword (normalized):
σιδηρόσπαρτος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροσπαρτος
IDX:
79592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79593
Key:
Data
{'content': 'sown'}