Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοικειότης
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
View word page
ἀνοικονόμητος
not set in order, unarranged
ShortDef
not set in order, unarranged
Debugging
Headword:
ἀνοικονόμητος
Headword (normalized):
ἀνοικονόμητος
Headword (normalized/stripped):
ανοικονομητος
IDX:
7958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7959
Key:
Data
{'content': 'not set in order, unarranged'}