Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιδηροκόντρα
σιδηρόκωπος
σιδηρομήτωρ
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηροπέδη
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπλοκος
σιδηροπλύτης
σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
View word page
σιδηροποίκιλος
a variegated stone

ShortDef

a variegated stone

Debugging

Headword:
σιδηροποίκιλος
Headword (normalized):
σιδηροποίκιλος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροποικιλος
IDX:
79587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79588
Key:

Data

{'content': 'a variegated stone'}