Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοίκειος
ἀνοικειότης
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
View word page
ἀνοικοδομία
building up

ShortDef

building up

Debugging

Headword:
ἀνοικοδομία
Headword (normalized):
ἀνοικοδομία
Headword (normalized/stripped):
ανοικοδομια
IDX:
7957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7958
Key:

Data

{'content': 'building up'}