Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοιδίσκω
ἀνοίκειος
ἀνοικειότης
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
View word page
ἀνοικοδόμησις
rebuilding, restoration

ShortDef

rebuilding, restoration

Debugging

Headword:
ἀνοικοδόμησις
Headword (normalized):
ἀνοικοδόμησις
Headword (normalized/stripped):
ανοικοδομησις
IDX:
7956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7957
Key:

Data

{'content': 'rebuilding, restoration'}