Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιδηρένδετος
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδηρεύω
σιδηρίζω
σιδήριον
σιδηρίσκος
σιδηρίτης
σιδηροβασταγή
σιδηρόβαφος
σιδηροβόλιον
σιδηροβόρος
σιδηροβριθής
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηροδέσμος
σιδηροδετέω
σιδηρόδετος
σιδηροθήκη
σιδηροθώραξ
σιδηροκατάδικος
View word page
σιδηροβόλιον
anchor
ShortDef
anchor
Debugging
Headword:
σιδηροβόλιον
Headword (normalized):
σιδηροβόλιον
Headword (normalized/stripped):
σιδηροβολιον
IDX:
79564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79565
Key:
Data
{'content': 'anchor'}