Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιδηρεία
σιδηρεῖα
σιδηρένδετος
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδηρεύω
σιδηρίζω
σιδήριον
σιδηρίσκος
σιδηρίτης
σιδηροβασταγή
σιδηρόβαφος
σιδηροβόλιον
σιδηροβόρος
σιδηροβριθής
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηροδέσμος
σιδηροδετέω
σιδηρόδετος
σιδηροθήκη
View word page
σιδηροβασταγή
provision, supply of iron
ShortDef
provision, supply of iron
Debugging
Headword:
σιδηροβασταγή
Headword (normalized):
σιδηροβασταγή
Headword (normalized/stripped):
σιδηροβασταγη
IDX:
79562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79563
Key:
Data
{'content': 'provision, supply of iron'}