Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιδαροχάρμας
σίδειος
σιδεύνης
σίδη
σιδηραγωγός
σιδηρεία
σιδηρεῖα
σιδηρένδετος
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδηρεύω
σιδηρίζω
σιδήριον
σιδηρίσκος
σιδηρίτης
σιδηροβασταγή
σιδηρόβαφος
σιδηροβόλιον
σιδηροβόρος
σιδηροβριθής
σιδηροβρώς
View word page
σιδηρεύω
work in iron
ShortDef
work in iron
Debugging
Headword:
σιδηρεύω
Headword (normalized):
σιδηρεύω
Headword (normalized/stripped):
σιδηρευω
IDX:
79557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79558
Key:
Data
{'content': 'work in iron'}