Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σίγραι
σιγύνης
σιδάρεος
σιδαρίτας
σίδαρος
σιδαροχάρμας
σίδειος
σιδεύνης
σίδη
σιδηραγωγός
σιδηρεία
σιδηρεῖα
σιδηρένδετος
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδηρεύω
σιδηρίζω
σιδήριον
σιδηρίσκος
σιδηρίτης
σιδηροβασταγή
View word page
σιδηρεία
a working in iron
ShortDef
a working in iron
Debugging
Headword:
σιδηρεία
Headword (normalized):
σιδηρεία
Headword (normalized/stripped):
σιδηρεια
IDX:
79552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79553
Key:
Data
{'content': 'a working in iron'}