Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοιδέω
ἀνοίδησις
ἀνοιδίσκω
ἀνοίκειος
ἀνοικειότης
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
View word page
ἀνοικοδομέω
to build up
ShortDef
to build up
Debugging
Headword:
ἀνοικοδομέω
Headword (normalized):
ἀνοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
ανοικοδομεω
IDX:
7954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7955
Key:
Data
{'content': 'to build up'}