Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιγέρπης
σιγή
σιγηλός
σιγητέον
σιγητέος
σιγητής
σιγιλλάρια
σιγιστροπύλη
σίγλα
σίγλος
σιγλοφόρος
σίγμα
σῖγμα
σιγματίζω
σιγματοειδής
σιγμοειδής
σιγμός
σίγνον
σιγνοφόρος
σίγραι
σιγύνης
View word page
σιγλοφόρος
wearing ear-rings

ShortDef

wearing ear-rings

Debugging

Headword:
σιγλοφόρος
Headword (normalized):
σιγλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σιγλοφορος
IDX:
79533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79534
Key:

Data

{'content': 'wearing ear-rings'}