Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σίγειον
σιγέρπης
σιγή
σιγηλός
σιγητέον
σιγητέος
σιγητής
σιγιλλάρια
σιγιστροπύλη
σίγλα
σίγλος
σιγλοφόρος
σίγμα
σῖγμα
σιγματίζω
σιγματοειδής
σιγμοειδής
σιγμός
σίγνον
σιγνοφόρος
σίγραι
View word page
σίγλος
shekel

ShortDef

shekel

Debugging

Headword:
σίγλος
Headword (normalized):
σίγλος
Headword (normalized/stripped):
σιγλος
IDX:
79532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79533
Key:

Data

{'content': 'shekel'}