Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιγάω
Σιγγαῖος
σιγγλάριος
Σίγγος
Σίγειον
σιγέρπης
σιγή
σιγηλός
σιγητέον
σιγητέος
σιγητής
σιγιλλάρια
σιγιστροπύλη
σίγλα
σίγλος
σιγλοφόρος
σίγμα
σῖγμα
σιγματίζω
σιγματοειδής
σιγμοειδής
View word page
σιγητής
one who keeps silence

ShortDef

one who keeps silence

Debugging

Headword:
σιγητής
Headword (normalized):
σιγητής
Headword (normalized/stripped):
σιγητης
IDX:
79528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79529
Key:

Data

{'content': 'one who keeps silence'}