Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιγαλόεις
σιγαλόω
σιγάλωμα
σιγάς
σιγᾶς
σιγάω
Σιγγαῖος
σιγγλάριος
Σίγγος
Σίγειον
σιγέρπης
σιγή
σιγηλός
σιγητέον
σιγητέος
σιγητής
σιγιλλάρια
σιγιστροπύλη
σίγλα
σίγλος
σιγλοφόρος
View word page
σιγέρπης
one that steals silently to
ShortDef
one that steals silently to
Debugging
Headword:
σιγέρπης
Headword (normalized):
σιγέρπης
Headword (normalized/stripped):
σιγερπης
IDX:
79523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79524
Key:
Data
{'content': 'one that steals silently to'}