Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοίγω
ἀνοιδαίνω
ἀνοίδανσις
ἀνοιδέω
ἀνοίδησις
ἀνοιδίσκω
ἀνοίκειος
ἀνοικειότης
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
View word page
ἀνοίκισις
shifting
ShortDef
shifting
Debugging
Headword:
ἀνοίκισις
Headword (normalized):
ἀνοίκισις
Headword (normalized/stripped):
ανοικισις
IDX:
7951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7952
Key:
Data
{'content': 'shifting'}