Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σιβυλλιστής
σιβύνη
σῖγα
σιγάζω
σιγαλέος
σιγαλόεις
σιγαλόω
σιγάλωμα
σιγάς
σιγᾶς
σιγάω
Σιγγαῖος
σιγγλάριος
Σίγγος
Σίγειον
σιγέρπης
σιγή
σιγηλός
σιγητέον
σιγητέος
σιγητής
View word page
σιγάω
to be silent

ShortDef

to be silent

Debugging

Headword:
σιγάω
Headword (normalized):
σιγάω
Headword (normalized/stripped):
σιγαω
IDX:
79518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79519
Key:

Data

{'content': 'to be silent'}