Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σιβυλλαίνω
Σιβύλλειος
σιβυλλιάω
Σιβυλλιάω
Σιβυλλιστής
σιβύνη
σῖγα
σιγάζω
σιγαλέος
σιγαλόεις
σιγαλόω
σιγάλωμα
σιγάς
σιγᾶς
σιγάω
Σιγγαῖος
σιγγλάριος
Σίγγος
Σίγειον
σιγέρπης
σιγή
View word page
σιγαλόω
make smooth, polish

ShortDef

make smooth, polish

Debugging

Headword:
σιγαλόω
Headword (normalized):
σιγαλόω
Headword (normalized/stripped):
σιγαλοω
IDX:
79514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79515
Key:

Data

{'content': 'make smooth, polish'}