Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιαντόφρικτος
Σιβούρα
Σίβυλλα
Σιβυλλαίνω
Σιβύλλειος
σιβυλλιάω
Σιβυλλιάω
Σιβυλλιστής
σιβύνη
σῖγα
σιγάζω
σιγαλέος
σιγαλόεις
σιγαλόω
σιγάλωμα
σιγάς
σιγᾶς
σιγάω
Σιγγαῖος
σιγγλάριος
Σίγγος
View word page
σιγάζω
to silence someone
ShortDef
to silence someone
Debugging
Headword:
σιγάζω
Headword (normalized):
σιγάζω
Headword (normalized/stripped):
σιγαζω
IDX:
79511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79512
Key:
Data
{'content': 'to silence someone'}