Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνοιγμα
ἀνοίγνυμι
ἀνοίγω
ἀνοιδαίνω
ἀνοίδανσις
ἀνοιδέω
ἀνοίδησις
ἀνοιδίσκω
ἀνοίκειος
ἀνοικειότης
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
View word page
ἀνοικείωτος
not to be adapted, alien

ShortDef

not to be adapted, alien

Debugging

Headword:
ἀνοικείωτος
Headword (normalized):
ἀνοικείωτος
Headword (normalized/stripped):
ανοικειωτος
IDX:
7949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7950
Key:

Data

{'content': 'not to be adapted, alien'}