Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
View word page
ἀγροκόμος
land-steward
ShortDef
land-steward
Debugging
Headword:
ἀγροκόμος
Headword (normalized):
ἀγροκόμος
Headword (normalized/stripped):
αγροκομος
IDX:
794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-795
Key:
Data
{'content': 'land-steward'}