Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιαίνω
σιαλίζω
σιαλίς
σιαλισμός
σιαλιστήριον
σίαλον
σιαλοποιός
σίαλος
σιαλοχοέω
σιαλοχόος
σιαλόω
σιαλώδης
σιάλωμα
σιαντία
σιαντός
σιαντόφρικτος
Σιβούρα
Σίβυλλα
Σιβυλλαίνω
Σιβύλλειος
σιβυλλιάω
View word page
σιαλόω
fatten

ShortDef

fatten

Debugging

Headword:
σιαλόω
Headword (normalized):
σιαλόω
Headword (normalized/stripped):
σιαλοω
IDX:
79496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79497
Key:

Data

{'content': 'fatten'}