Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σήψ
σηψιδακής
σῆψις
σθεναρός
σθένεια
Σθενελαΐδας
Σθένελος
σθένιος
σθενοβλαβής
σθένος
σθενόω
σθένω
σιʹ
σιαγόνιον
σιαγονίτης
σιαγών
σιαίνω
σιαλίζω
σιαλίς
σιαλισμός
σιαλιστήριον
View word page
σθενόω
strengthen

ShortDef

strengthen

Debugging

Headword:
σθενόω
Headword (normalized):
σθενόω
Headword (normalized/stripped):
σθενοω
IDX:
79480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79481
Key:

Data

{'content': 'strengthen'}