Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σῆτες
σητόβρωτος
σήψ
σηψιδακής
σῆψις
σθεναρός
σθένεια
Σθενελαΐδας
Σθένελος
σθένιος
σθενοβλαβής
σθένος
σθενόω
σθένω
σιʹ
σιαγόνιον
σιαγονίτης
σιαγών
σιαίνω
σιαλίζω
σιαλίς
View word page
σθενοβλαβής
hurting the strength, weakening

ShortDef

hurting the strength, weakening

Debugging

Headword:
σθενοβλαβής
Headword (normalized):
σθενοβλαβής
Headword (normalized/stripped):
σθενοβλαβης
IDX:
79478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79479
Key:

Data

{'content': 'hurting the strength, weakening'}