Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόθευτος
ἄνοθος
ἄνοια
ἀνοιγεύς
ἄνοιγμα
ἀνοίγνυμι
ἀνοίγω
ἀνοιδαίνω
ἀνοίδανσις
ἀνοιδέω
ἀνοίδησις
ἀνοιδίσκω
ἀνοίκειος
ἀνοικειότης
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
View word page
ἀνοίδησις
swelling, intumescence

ShortDef

swelling, intumescence

Debugging

Headword:
ἀνοίδησις
Headword (normalized):
ἀνοίδησις
Headword (normalized/stripped):
ανοιδησις
IDX:
7945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7946
Key:

Data

{'content': 'swelling, intumescence'}