Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σησαμεία
σησαμεύω
σησαμῆ
σησάμη
σησαμικός
σησάμινος
σησαμίτης
σησαμοειδής
σησαμόεις
σήσαμον
σησαμόπαστος
σησαμοπώλης
Σήσαμος
σησαμότυρον
σησαμοτυροπαγής
σησαμούντιος
σησαμοφόρος
σησαμόφωκτος
σῆσις
σηστέον
σηστέρτιος
View word page
σησαμόπαστος
sprinkled with sesame-seeds
ShortDef
sprinkled with sesame-seeds
Debugging
Headword:
σησαμόπαστος
Headword (normalized):
σησαμόπαστος
Headword (normalized/stripped):
σησαμοπαστος
IDX:
79451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79452
Key:
Data
{'content': 'sprinkled with sesame-seeds'}