Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σήρ
σηραγγόομαι
σηραγγώδης
σῆραγξ
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικός
σής
σησαμαῖος
σησαμεία
σησαμεύω
σησαμῆ
σησάμη
σησαμικός
σησάμινος
σησαμίτης
σησαμοειδής
σησαμόεις
σήσαμον
σησαμόπαστος
σησαμοπώλης
View word page
σησαμεύω
cultivate sesame

ShortDef

cultivate sesame

Debugging

Headword:
σησαμεύω
Headword (normalized):
σησαμεύω
Headword (normalized/stripped):
σησαμευω
IDX:
79442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79443
Key:

Data

{'content': 'cultivate sesame'}