Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἀνόθευτος
ἄνοθος
ἄνοια
ἀνοιγεύς
ἄνοιγμα
ἀνοίγνυμι
ἀνοίγω
ἀνοιδαίνω
ἀνοίδανσις
ἀνοιδέω
ἀνοίδησις
ἀνοιδίσκω
ἀνοίκειος
ἀνοικειότης
ἀνοικείωτος
ἀνοικίζω
ἀνοίκισις
ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
View word page
ἀνοίδανσις
dilatation
ShortDef
dilatation
Debugging
Headword:
ἀνοίδανσις
Headword (normalized):
ἀνοίδανσις
Headword (normalized/stripped):
ανοιδανσις
IDX:
7943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7944
Key:
Data
{'content': 'dilatation'}